δερματογραφία

δερματογραφία
Ανώμαλη ευαισθησία του δέρματος στον ερεθισμό, κατά την οποία ακόμη και μια ελαφρά πίεση του δέρματος προκαλεί ανυψωμένα, ελαφρώς σκουρόχρωμα εξανθήματα με κνησμό.
* * *
η
η επιστημονική περιγραφή τού δέρματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”